изымать - ορισμός. Τι είναι το изымать
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι изымать - ορισμός


изымать      
несов. перех.
1) Выделив из чего-л., устранять, исключать из употребления.
2) Отнимать, отбирать; конфисковывать.
изымать      
ИЗЫМ'АТЬ, изымаю, изымаешь, и (·устар.) изъемлю, изъемлешь, повел. изъемли (·книж. офиц.). ·несовер. к изъять
.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για изымать
1. Как можно штурмовиками "изымать оружие"? Как можно "изымать оружие" ракетной артиллерией и танковыми атаками?
2. Постепенно будете, соответственно, деньги изымать.
3. А инспекторам предлагается разрешить вновь изымать права.
4. Причем мы стали изымать больше контрафактной продукции.
5. Почву будут изымать и утилизировать, - говорит Рождественская.
Τι είναι изымать - ορισμός